- Εδεσσαίος
- οθηλ. -α1. ο κάτοικος της Έδεσσας ή αυτός που κατάγεται από αυτή.2. το αρσ., Εδεσσαίος ο ποταμός Βόδας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Εδεσσαίος — Ποταμός (μήκος 29 χλμ., λεκάνη απορροής 282 τ. χλμ.) της κεντρικής Μακεδονίας, στο δυτικό άκρο του νομού Πέλλης. Αποκαλείται και Βόδας. Πηγάζει από τις νοτιοδυτικές πλαγιές του Βόρα, ΒΑ της λίμνης Βεγορίτιδας, η οποία τον τροφοδοτεί και με… … Dictionary of Greek
Έδεσσα — I Πόλη (υψόμ. 320 μ., 18.253 κάτ.) της κεντρικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Πέλλης και έδρα του ομώνυμου δήμου. Είναι χτισμένη στον αυχένα που ενώνει τα όρη Βέρμιο και Βόρας και στην αρχή μιας εύφορης εκτεταμένης πεδιάδας, μέσα στην οποία… … Dictionary of Greek
Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… … Dictionary of Greek